φωτισμούς

φωτισμούς
φωτισμός
illumination
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • SABBATUM — vox a quiete, Hebr. Gap desc: Hebrew deducta, vel septimum diem Gen. c. 2. v. 2. Exod. c. 20. v. 10. vel septimi anni otium, Lev. c. 25. v. 4. 5. 6. denotat. Longior transsatio est, cum ipsam septimanam comprehendit, ut in illo, Ieiuno bis in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • Βιβαρίνι — (Vivarini). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων από το Μουράνο (1440 1500). 1. Αντόνιο (Antonio Vivarini, 1415; – 1476 ή 1484). Ο Α.Β. είναι γνωστός από το 1440, χρονολογία του ενυπόγραφου πολυπτύχου του για την εκκλησία του Παρέντσο. Στα έργα… …   Dictionary of Greek

  • Βικάτος, Σπυρίδων — (Αργοστόλι 1878 – Αθήνα 1960).Ζωγράφος. Μαθήτευσε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους της ζωγραφικής τον Σπυρίδωνα Προσαλέντη και τον Νικηφόρο Λύτρα και της γλυπτικής τον Γεώργιο Βρούτο. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του… …   Dictionary of Greek

  • Βώκος, Νικόλαος — (Ύδρα 1861 – Παλαιό Φάληρο 1902). Ζωγράφος. Απόγονος του Ανδρέα Μιαούλη, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και συνέχισε στο Μόναχο, με καθηγητές τον Νικόλαο Γύζη, τον Λεφτς και …   Dictionary of Greek

  • επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… …   Dictionary of Greek

  • Ζελέ, Κλοντ Λορέν — (Claude Lorrain Gellée, Σαμάν 1600 – Ρώμη 1682). Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους. Έζησε έως το τέλος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τη νεανική του ηλικία. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Αγκοστίνο Τάσι …   Dictionary of Greek

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • Κοέν, Ίθαν και Τζόελ — (Ethan Coen, Μινεσότα 1958 – · Joel Coen, Μινεσότα 1955 –). Αμερικανοί σεναριογράφοι, παραγωγοί και σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Πρόκειται για ένα αδελφικό σχήμα δημιουργών που υπέσκαψε τα στερεότυπα της αμερικανικής κινηματογραφίας, κατά τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”